- ψευδοτεχνία
- ψευδοτεχνίᾱ , ψευδοτεχνίαfalsefem nom/voc/acc dualψευδοτεχνίᾱ , ψευδοτεχνίαfalsefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδοτεχνία — ἡ, ΜΑ απατηλή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τέχνη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ψευδοτεχνίας — ψευδοτεχνίᾱς , ψευδοτεχνία false fem acc pl ψευδοτεχνίᾱς , ψευδοτεχνία false fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνίαι — ψευδοτεχνίᾱͅ , ψευδοτεχνία false fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνίαν — ψευδοτεχνίᾱν , ψευδοτεχνία false fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοτεχνικός — ή, όν, Μ [ψευδοτεχνία] το αρσ. ως ουσ. ὁ ψευδοτεχνικός (για γιατρό) άτομο που παριστάνει τον γιατρό, ενώ δεν έχει σπουδάσει ιατρική … Dictionary of Greek